μπέμπης

μπέμπης
και μπεμπές, ο, θηλ. μπέμπα
1. μικρό παιδί, μωράκι
2. ανόητος και κακομαθημένος νέος («ώρες ώρες κάνει σαν μπέμπης κι ας είναι τριάντα χρονών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπέμπης < αγγλ. baby, ενώ ο τ. μπεμπές < γαλλ. bebe].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπέμπης — ο (λ. αγγλ.) 1. αρσενικό μωρό, μικρό αγόρι. 2. μτφ., μικρός σε ηλικία, ανώριμος, ανόητος: Έγινε πατέρας ενώ ήταν ακόμα μπέμπης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπέμπα — η βλ. μπέμπης …   Dictionary of Greek

  • μπίμπικας — ο 1. εξάνθημα τού προσώπου, σπυρί, σπιθούρι, μπιμπίκι 2. κοινή ονομασία τού δάκου τής ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βέμβιξ «σβούρα, ρόμβος», ενώ κατ άλλους από ιταλ. bimbo «μπέμπης»] …   Dictionary of Greek

  • μπεμπές — ο βλ. μπέμπης …   Dictionary of Greek

  • κατουρλιά — κατουρλιά, η και κατρουλιά, η το ποσό του κάτουρου από ένα κατούρημα ή το μέρος του εδάφους, κρεβατιού κ.ά. που βράχηκε με το κατούρημα: Ο μπέμπης με την κατουρλιά του μας έβρεξε όλο το σεντόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”